Το «Σ’νοπαρτό» στα χωριά της Λέσβου
@ Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες λέξεις της Λεσβιακής διαλέκτου είναι το “σ’ νουπαρτό” και το ρήμα “σ(υ)νουπαίρνω” . Σημαίνουν την μετάβαση σε θερινή κατοικία για την περίοδο του καλοκαιριού και την επιστροφή από αυτήν στο χωριό το φθινόπωρο. Στο νησί της Λέσβου άλλωστε τα περισσότερα χωριά έχουν επίνεια (σκάλες ) Η λέξη «σνουπαίρνω»(συν-παίρνω) σημαίνει «πως κάποιος μεταφέρεται μαζί με άλλους ή άλλα πράγματα».
……………………………………………………………
@ “Σ’ νουπαρτό” είχαμε στα χωριά της Γέρας , του Πολιχνίτου, του Ευεργέτουλα, στην Ερεσό, την Άντισσα και αλλού. Οι περισσότεροι κάτοικοι των χωριών αυτών κάθε καλοκαίρι «σνουπαίρνανε» είτε στους κάμπους, είτε στις παραθαλάσσιες εκτάσεις των χωριών τους. Εκεί υπήρχε δροσερό νερό, βάζανε «μπαχτσέδες» για τα λαχανικά τους και μαζεύανε τα προϊόντα της εποχής (π.χ. σύκα).
…………………………………………………………………..
Τα σπίτια στους κάμπους ήταν ως επί το πλείστον φτηνές κατασκευές (παράγκες, καλύβες, τσαρντάκες, σάζια ) . Άλλωστε εκεί έμεναν μόνο 2-3 μήνες το καλοκαίρι.
Υπήρχαν όμως και κανονικά σπίτια. Η μετακίνηση γινόταν κυρίως με ζώα , όπου φορτώνονταν μέσα σε κοφίνια τα μαγειρικά σκεύη, τα ρούχα και τα άλλα χρειαζούμενα του νοικοκυριού. Απαραίτητα σκεύη ήταν το φανάρι με σίτα ( ψυγείο …αέρος) και η λάμπα πετρελαίου.
……………………………………………………………………
@ Μπροστά στα ντάμια στηνόταν η τσαντίρα, μια κατασκευή από ξύλα και κλαδιά για σκίαση. Εκεί μπορούσε να μπει και ένας καναπές για να κοιμηθείς ακούγοντας τα τριζόνια. Μέσα στο ντάμι κατασκευαζόταν συνήθως ένα υπερυψωμένο ξύλινο δάπεδο , όπου όλοι κοιμότανε το βράδυ , στρωματσάδα. Την ημέρα τα στρώματα μαζεύονταν και διπλώνονταν σε μια εσοχή του τοίχου, που ήταν σαν ανοιχτή ντουλάπα.
…………………………………………………………………….
@ Τέλος σε απόσταση από το ντάμι στήνονταν η αυτοσχέδια τουαλέτα ( το αποχωρητήριο) Μπήγονταν στη γη τέσσερις πάσσαλοι και γύρω-γύρω από αυτούς προσαρμόζονταν άδεια τσουβάλια ή παλιά καρπέτες. Όποιος πήγαινε για την ανάγκη του το βράδυ ανακουφιζότανε μετρώντας τα άστρα του ουρανού.
@@ Οι πληροφορίες του κειμένου προέρχονται από συνέντευξη της παλιάς μαθήτριας Βίκης Κασσή με τον παππού της Π. Φωτεινό (από τον Παλαιόκηπο της Λέσβου ).